οσμιδρωσία

οσμιδρωσία
και οσμίδρωση, η
έκκριση δύσοσμου ιδρώτα, αλλ. βρωμιδρωσία ή κακιδρωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmidrosis < οσμή + ίδρωση (< ιδρώνω). Η λ., στον λόγιο τ. οσμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”